- ανατρέφομαι
- ανατρέφομαι και αναθρέφομαι, ανατράφηκα και αναθράφηκα, αναθρεμμένος βλ. πίν. 220
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αρχοντομαθαίνω — ανατρέφομαι αρχοντικά … Dictionary of Greek
αναθρέφομαι — ανατρέφομαι και αναθρέφομαι, ανατράφηκα και αναθράφηκα, αναθρεμμένος βλ. πίν. 220 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρατρέφω — ΝΜΑ νεοελλ. τρέφω κάποιον ή κάτι υπέρμετρα, υπερβολικά, τρέφω πάρα πολύ μσν. αρχ. 1. παθ. α) (για πρόσ.) τρέφομαι ή ανατρέφομαι από κάποιον («ἦσαν δὲ οὗτοι τῶν ἐπ οὐδενὶ χρησίμῳ πάλαι ἀνατρεφομένων», Συνέσ.) β) τρέφομαι ματαίως, ανωφελώς («τότε… … Dictionary of Greek
επιτρέφω — ἐπιτρέφω (Α) [τρέφω] 1. τρέφω επί πλέον, κάνω να αυξηθεί κάτι επί πλέον ή πάνω σε κάτι 2. γεν. τρέφω, διατρέφω, διατηρώ 3. μαθ. συντελώ στην αύξηση 4. παθ. ἐπιτρέφομαι α) γεννιέμαι κατόπιν, ανατρέφομαι όπως οι απόγονοι («τῶν ὕστερον ἐπιτραφέντων… … Dictionary of Greek
εμπαιδεύω — ἐμπαιδεύω (Α) 1. «ἐμπαιδεύω τισίν» διδάσκω ανάμεσα σε κάποιους 2. «ἐμπαιδεύομαι ἐλευθέροις τρόποις» παιδεύομαι, ανατρέφομαι σε περιβάλλον που ταιριάζει σε ελεύθερους … Dictionary of Greek
εμπαιδοτριβούμαι — ἐμπαιδοτριβοῡμαι ( έομαι) (AM) διδάσκομαι, ανατρέφομαι … Dictionary of Greek
επικομίζω — ἐπικομίζω (AM) [κομίζω] μεταφέρω, κομίζω, οδηγώ κάτι σε κάποιον αρχ. 1. μέσ. ἐπικομίζομαι φέρω, έχω κάτι επάνω μου, συναποκομίζω («τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῑς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας», Δίων Κάσσ.) 2. παθ. (για παιδιά) επιτροπεύομαι, ανατρέφομαι … Dictionary of Greek
θηριοτροφώ — θηριοτροφῶ, έω (Α) [θηριοτρόφος] (μόνο ως παθ.) θηριοτροφοῡμαι, έομαι ανατρέφομαι σαν άγριο ζώο, γυμνάζομαι από άλλον σαν άγριο θηρίο … Dictionary of Greek
νεοσσοτροφώ — νεοσσοτροφῶ και νοσσοτροφώ και αττ. τ. νεοττοτροφῶ, έω (Α) (ποιητ. τ.) 1. εκτρέφω νεοσσούς 2. (το παθ.) νεοσσοτροφοῡμαι και αττ. τ. νεοττοτροφοῡμαι, έομαι μτφ. (για πρόσ.) ανατρέφομαι με πολλές περιποιήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσός + τροφῶ (<… … Dictionary of Greek
προστρέφω — Α [τρέφω] (ιδίως το παθ.) προστρέφομαι 1. τρέφομαι επί πλέον 2. ανατρέφομαι («ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek